- ἀρχομένῳ
- ἄρχωto be firstpres part mp masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρχομένω — ἄρχω to be first pres part mp masc/neut nom/voc/acc dual ἄρχω to be first pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχομένωι — ἀρχομένῳ , ἄρχω to be first pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
подъвластьѥ — ПОДЪВЛАСТЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Подчиненный: како подобаеть намъ ѥдиномѹ комѹждо ѿвѣщевати. инако ѹбо властелю. инако же подъвластью. (τῷ ἀρχομένῳ) ПНЧ к. XIV, 11в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άμα — (Α ἅμα) Ι. (ως επίρρημα) (παροιμιώδης φράση) «ἅμ’ ἔπος ἅμ’ ἔργον», πάραυτα, αμέσως, παρευθύς, στη στιγμή και νεώτ. «εν τω άμα» και «ἐν τῷ ἅμα καὶ τό θάμα» αρχ. (κυρίως με άμεση αναφορά σε χρόνο) 1. αμέσως, συγχρόνως 2. με την ίδια σημασία… … Dictionary of Greek